ἔπαρμα — something raised neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαρμάτων — ἔπαρμα something raised neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπάρματα — ἔπαρμα something raised neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπάρματι — ἔπαρμα something raised neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπάρματος — ἔπαρμα something raised neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηλεκτροκαρδιογράφημα — (ΗΚΓ). Η καταγραφή των ηλεκτρικών δυναμικών που παράγονται αμέσως πριν από τη συστολή του καρδιακού μυός σε κινούμενη ταινία χαρτιού ή σε οθόνη. Η κατασκευή –για πρώτη φορά– ενός οργάνου ικανού να χρησιμοποιεί επωφελώς αυτά τα ηλεκτρικά ρεύματα… … Dictionary of Greek
δελτοειδής — Ογκώδης μυς που καλύπτει την άρθρωση του ώμου, εκφύεται από τα οστά της κλείδας και της απόφυσης της ωμοπλάτης και καταφύεται στο μέσο του βραχιονίου. Από αυτόν εξαρτάται η ανυψωτική κίνηση του βραχίονα. Η ονομασία του οφείλεται στο σχήμα του,… … Dictionary of Greek
όγκωμα — το (ΑΜ ὄγκωμα) [ογκώ] εξόγκωμα, διόγκωση, πρήξιμο νεοελλ. ανατ. υβοειδής προεξοχή οστού (α. «όγκωμα βραχιόνων» ονομασία δύο επαρμάτων τα οποία βρίσκονται στο άνω άκρο τού βραχιόνιου οστού β. «γενειακό όγκωμα» στρογγυλό έπαρμα που βρίσκεται στο… … Dictionary of Greek
ακμή — Η κόψη, το κοφτερό τμήμα ενός μεταλλικού οργάνου που κόβει ή χαράζει. Το κρίσιμο σημείο, η καμπή, ο κίνδυνος. Το κορύφωμα, η πλήρης ανάπτυξη, η ωριμότητα ενός πράγματος ή μιας κατάστασης. (Γεωμ.) α. δίεδρης γωνίας. Η κοινή ευθεία που σχηματίζουν… … Dictionary of Greek
θηλή — (Ανατ.). Επιστημονική ονομασία προεξοχής της επιφάνειας ορισμένων οργάνων του σώματος. Οι πιο γνωστές θ., των οποίων η κοινή ονομασία είναι ρώγες, είναι αυτές των μαστών. Αναφέρονται και πολλές άλλες, όπως οι γευστικές θ. της γλώσσας, στις οποίες … Dictionary of Greek